ανθρωπότη
Смотреть что такое "ανθρωπότη" в других словарях:
θεότητα — και θεότη, η (AM θεότης, Μ και θεότητα) η φύση, η ουσία τού θεού, το σύνολο τών ιδιοτήτων τού θεού («ἐν αὐτῷ κατοικεῖ πᾶν τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς», ΚΔ) νεοελλ. μσν. 1. το ίδιο το υπέρτατο ον, ο θεός 2. (με ειδωλολατρική σημασία) θεός,… … Dictionary of Greek
ανθρωπότητα — η (σπν. ανθρωπότη, η), το ανθρώπινο γένος: Η ανθρωπότητα δεν έχει ακόμη βρει το σωστό δρόμο της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)